- σκληρόστρακος
- σκληρ-όστρᾰκος, ον,A hard-shelled, Arist.HA528b2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκληρόστρακος — ον, Α αυτός που έχει σκληρό όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + ὄστρακον (πρβλ. μαλακ όστρακος)] … Dictionary of Greek
σκληροστράκων — σκληρόστρακος hard shelled masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek